ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Πρωτομαγιά του 1909 ήρθε στο φως ο ποιητής της Ρωμιοσύνης......
ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,/ γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα/ το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα/ όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος – βρίσκουμε τη φλέβα/ που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης.
Χαμογελάμε(…)/ Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο/ κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν (…)»
«Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά/
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα./ Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί./ Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ” όλες τις καρδιές, σ” όλα τα χείλη./
Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη./ Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,/ «Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα»./ Αυτό θέλουμε κι εμείς./
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ” τον κόσμο./
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(…)
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ… δύσκολος δρόμος./ Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς/ όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του/ πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες./
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος».
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,/ πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,/ Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω/ και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;(…)/
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,/ άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω/ Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης(…)/
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια/ τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια/ Και μου “λεες, γιε, πως όλ” αυτά τα ωραία θα “ναι δικά μας,/ και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας./
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,/ κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει./ Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει/ κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει./
Και δες, μ” ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,/ μα, γιόκα μου, απ” το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω./ Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε/ και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.(…)/
Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα,/ φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ” ανέβασε απ” το χώμα./ Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,/ κι εγώ τραβάω στ” αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου./
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι./ Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε./ Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι, -/ όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι./
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -/ το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.(…)/
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας/ δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας./ Κι ως το “θελες (ως το “λεγες τα βράδια με το λύχνο)/ ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω./
Κι αντίς τ” άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω/ και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρίζω./ Γιε μου, στ” αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,/ σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου».
«Γιε μου, είχε συναχτεί προψές το βράδι/ όλ” η φτωχολογιά μας, η αργατειά μας/ οι ματιές τους αστράφταν στο σκοτάδι/ σαν κάρβουνα πυρά και τρομερά/ κι ανάμεσά τους χτύπαγε η καρδιά μας/ γιομάτη εμπιστοσύνη και χαρά/
Στη μέση της πλατείας κάποιος μιλούσε/ δεν ξέρω ποιος, μα ξέρω ότι η λαλιά του/ την ίδια την καρδιά μου αντιλαλούσε:/ «Μας κλέβουν τον ιδρώ μας, το ψωμί,/ για να φτιάξουνε σύνεργα θανάτου,/ και βόλια μας πετούν για πλερωμή»./
Και τότε οι γαλονάδες πέσαν, γιε μου,/ κ” είδα να δέρνουν, να τσαλαπατάνε/
κ” είδα τη φρίκη ακέρια του πολέμου./ Μας λένε: «οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι είναι οχτροί»/ μα τους Ρωμιούς, Ρωμιοί να τους χτυπάνε;/ Γιε μου, έχεις δίκιο, εχτροί μας είναι Αυτοί».
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου