Πολλαπλασιάστηκαν τη βδομάδα που μας πέρασε οι συζητήσεις για το δημόσιο χρέος της χώρας και τις προοπτικές αποπληρωμής του. Λογικό, αφού η πολιτική τυφλής εξυπηρέτησης του μεγάλου κεφαλαίου και οι επιλογές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να σώσουν την πλουτοκρατία από την οικονομική κρίση, συνοδεύτηκε από μέτρα και πολιτικές μαζικής μεταφοράς κοινωνικού πλούτου πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων στα θησαυροφυλάκια της άρχουσας τάξης, με αποτέλεσμα την απότομη αύξηση του χρέους του κράτους. Ενα χρέος που αναμένεται στο τέλος του 2014 να φτάσει το 170% του ΑΕΠ της χώρας.
Αποτελεί πρόκληση και κοροϊδία σε βάρος των εργαζομένων, αλλά κοινή παραδοχή όλων εκείνων που πριν από λίγους μήνες μανιωδώς προπαγάνδιζαν ότι η διέξοδος για την ελληνική οικονομία βρίσκεται στο μνημόνιο ότι το χρέος αυξάνεται με υπερβολικούς ρυθμούς. Λένε ψέματα και αποπροσανατολίζουν, αφού από την πρώτη στιγμή ήταν γνωστό ότι το χρέος θα εκτοξευθεί σε υψηλά επίπεδα, κάτι που άλλωστε είναι αποτυπωμένο και στα κιτάπια του μνημονίου και της κυβέρνησης.
Η βεβαιότητα, πάντως, όλων των πλευρών συντείνει στο ότι η Ελλάδα αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε κάποιας μορφής ρύθμιση των χρεών της, ώστε να εξακολουθήσει να πληρώνει απρόσκοπτα τις τοκοχρεολυτικές δόσεις για την εξόφληση των δανείων που έχει συνάψει. Το λένε στην ΕΕ, το υποστηρίζουν στελέχη διαφόρων κυβερνήσεων της Ενωσης, το διαλαλούν οικονομολόγοι, στους οποίους έχουν δώσει διεθνή υπόσταση, το επιζητούν διάφορα κοράκια της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αγοράς που έχουν ποντάρει στη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, το φοβούνται κάποια άλλα που επί χρόνια θησαυρίζουν από το δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου. Στην άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Παπανδρέου επιμένει μόνη να δηλώνει ότι το χρέος θα συνεχίσει να αποπληρώνεται κανονικά και ότι θα πάρει ό,τι μέτρο χρειάζεται, ώστε να μη χάσουν οι πιστωτές έστω και ένα ευρώ από αυτά που δάνεισαν προς τη χώρα.
Εδώ βρίσκεται και το ζουμί της όλης υπόθεσης. Κανείς από όλους τους παραπάνω δεν ενδιαφέρεται για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Αδιαφορούν πλήρως, για τα εκατομμύρια, δηλαδή, των εργαζομένων, της μικρομεσαίας αγροτιάς, των μεσαίων στρωμάτων, των γυναικών και της νεολαίας που βλέπουν όλο και μεγαλύτερο μέρος από τον πλούτου που παράγουν να λεηλατείται από τους ξένους και ντόπιους πιστωτές και τους άλλους χαραμοφάηδες της οικονομικής ολιγαρχίας. Για το μόνο που ενδιαφέρονται είναι να επιμηκύνουν την περίοδο των κανονικών πληρωμών προς τους δανειστές, όσο αυτό μπορεί να γίνεται με την αφαίμαξη των εργαζομένων και την εκποίηση του δημόσιου πλούτου, ενώ για τη συνέχεια αναζητούν φόρμουλα, για κάποιου είδους συμφωνία κυβέρνησης - πιστωτών, ώστε οι τελευταίοι να χάσουν όσο γίνεται λιγότερα από την αδυναμία της χώρας να συνεχίσει την κανονική εξόφληση του χρέους.
Αυτό σημαίνει σχεδιασμένες πολιτικές και διαπραγματεύσεις προς δύο κατευθύνσεις. Η μία είναι η γνωστή. Ακόμα μεγαλύτερη κλιμάκωση της πολιτικής που οδηγεί σε πτώχευση τους εργαζόμενους της χώρας. Μεροκάματα, μισθοί, συντάξεις, εργασιακές σχέσεις, Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια σε ακόμα πιο δυνατή πρέσα. Μέχρι να βγει αίμα. Η δεύτερη είναι οι βολιδοσκοπήσεις και η αναζήτηση κοινών τόπων για συμφωνίες με τους τραπεζίτες, στην κατεύθυνση επανακαθορισμού των όρων που έχουν χορηγηθεί τα δάνεια και του τρόπου εξόφλησής τους.
Το πώς θα ονομαστεί από εκεί και πέρα η συγκεκριμένη διαδικασία, είναι δευτερεύουσας σημασίας για τα λαϊκά στρώματα της χώρας, αφού ο λαός δεν έχει καμιά απολύτως υποχρέωση να αναγνωρίσει και να πληρώσει τα δάνεια που πήραν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, για να εφαρμόσουν την πολιτική στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου.
Με αφορμή την πρόταση που διατύπωσε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Μηχανισμού Στήριξης της ΕΕ για «επαναγορά» του χρέους και την είδηση ότι η αυστριακή ασφαλιστική εταιρεία «Vienna Insurance Group» ανακοίνωσε «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της κατά 25%, έρχονται και πάλι στην επιφάνεια όροι και ονομασίες που για πρώτη φορά μπαίνουν έτσι μαζικά στην καθημερινότητά μας. Κοινός παρονομαστής πάντως όλων των όρων που ακούγονται και άλλων που τυχόν θα ακουστούν, δεν είναι τίποτα άλλο από την αναζήτηση ρυθμίσεων που θα διευκολύνουν την πληρωμή των δανειστών, από έναν πελάτη - κράτος, που αντιμετωπίζει προβλήματα κανονικής πληρωμής των τοκοχρεολυτικών δόσεων.
Η «επιμήκυνση» του χρέους, για παράδειγμα, είναι η αύξηση του χρόνου εξόφλησης των δανείων. Αντί το χρέος να πληρωθεί μέσα στο συμβατικό χρόνο, ας πούμε των 5 ή των 10 χρόνων, συμφωνείται να αυξηθεί ο χρόνος κατά 5 χρόνια και να γίνει 10 και 15 αντίστοιχα. Μια τέτοια ρύθμιση αποβλέπει στην πληρωμή ολόκληρου του χρέους με μικρότερες τοκοχρεολυτικές δόσεις, αφού όσο αυξάνεται η περίοδος αποπληρωμής τόσο μικρότερη είναι η δόση. Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν υπάρχει ταυτόχρονη μείωση του επιτοκίου, τα ποσά που θα επιστραφούν στους δανειστές θα είναι περισσότερα από την αρχική σύμβαση.
Το «κούρεμα», στην πραγματικότητα είναι το ποσοστό το οποίο αφαιρείται από την τιμή αγοράς ενός χρεογράφου - ομολόγου, ώστε ο κάτοχός του να απεικονίσει με ακρίβεια την αξία των τίτλων που έχει στην κατοχή του μια συγκεκριμένη στιγμή. Για παράδειγμα, τα ασφαλιστικά ταμεία στη χώρα μας, όταν εκτιμούν την απόδοση των χρημάτων τους που έχουν τοποθετήσει σε μετοχές, ας πούμε της Εθνικής Τράπεζας που αγόρασαν με 20 ευρώ, στην αποτίμηση των περιουσιακών τους στοιχείων υπολογίζουν τους σχετικούς τίτλους με τη σημερινή τιμή της μετοχής που είναι 7 ευρώ, κάνοντας «κούρεμα» της τάξης του 65%. Σε ό,τι αφορά τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, η τιμή αγοράς τους αυτήν την περίοδο είναι στο -22% (ή 78 μονάδες βάσης), σε σχέση με την ονομαστική τους τιμή. Η διαδικασία του «κουρέματος» ενός χρέους είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης.
Μπορεί, δηλαδή, η ελληνική κυβέρνηση να προτείνει στους κατόχους ομολόγων, που έτσι κι αλλιώς αν υπάρξει διακοπή των πληρωμών του χρέους θα χάσουν τα κεφάλαιά τους, να συμφωνήσουν σε μείωση του χρέους αυτού σε κάποια συγκεκριμένα επίπεδα. Να συμφωνήσουν, δηλαδή, ότι θα εξακολουθήσουν να πληρώνονται κανονικά τους τόκους, αλλά κατά τη λήξη του ομολόγου - δανείου, αντί να εισπράξουν το 100% του κεφαλαίου τους, να εισπράξουν κάποιο ποσοστό μικρότερο. Το πόσο θα είναι αυτό αποτελεί αποτέλεσμα συμφωνίας. 'Η μπορούν να συμφωνήσουν ότι δε θα εισπράξουν καθόλου τόκους, αλλά στο τέλος θα τους επιστραφεί ολόκληρο το κεφάλαιο, ή είναι δυνατόν να καταλήξουν σε κάποια παραλλαγή. Κατά κανόνα, πιστωτές που κινδυνεύουν να χάσουν τα κεφάλαιά τους κάνουν τέτοιες συμφωνίες που τις παρουσιάζουν ως παραχώρηση, τελικά όμως αυτοί είναι οι μόνοι κερδισμένοι. Για το δανειζόμενο, ο οποίος χρωστάει το 170% του ΑΕΠ, μια τέτοια ρύθμιση είναι σταγόνα στον ωκεανό, ωστόσο, επιμηκύνεται η περίοδος κατά την οποία θα μπορεί να πληρώνει κανονικά τις δόσεις των δανείων που έχει.
Η «επαναγορά» ομολόγων, στην ουσία, είναι μια διαδικασία παραπλήσια του «κουρέματος». Μια συμφωνία, δηλαδή, με τους πιστωτές να πωλήσουν στην ελληνική κυβέρνηση τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους σε χαμηλότερη από την ονομαστική τιμή, προκειμένου και πάλι να μη ρισκάρουν το σύνολο των κεφαλαίων τους. Για να γίνει μια τέτοια συμφωνία, η ελληνική πλευρά πρέπει να εξασφαλίσει κεφάλαια για να πληρώσει τους πιστωτές, τα οποία κεφάλαια, μάλιστα, πρέπει να τα αποκτήσει με καλύτερους όρους δανεισμού και ενδεχόμενα μεγαλύτερο διάστημα αποπληρωμής, σε σχέση με τα ομόλογα που θα «επαναγοράσει».
Εδώ έρχεται το περιβόητο «ευρωομόλογο» και οι άλλοι μηχανισμοί στήριξης που υποτίθεται ότι εξετάζονται στην ΕΕ και για τους οποίους υπερθεματίζει η κυβέρνηση Παπανδρέου. Στην ουσία, μιλάμε και πάλι για δάνεια που θα δοθούν προς τη χώρα, με τη διαμεσολάβηση όμως της ΕΕ. Πελάτης της τράπεζας θα είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, ώστε να εξασφαλίσει καλύτερα επιτόκια. Τα ποσά αυτά θα επαναδανείζονται, με όρους φαινομενικά λιγότερο επαχθείς από τους όρους της αγοράς, με μοναδικό στόχο και πάλι, αφενός να καλυφθούν τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για την «επαναγορά», αφετέρου για να συνεχιστεί κανονικά η πληρωμή και των άλλων πιστωτών. Το να κερδίσεις όμως μία και δύο ή και τρεις μονάδες επιτοκίου, ειδικά σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη, είναι σα να προσπαθείς να σώσεις κάποιον που πνίγεται, κάνοντάς του ...πατητές.
Στο ...διά ταύτα, κάπου σε αυτό το σημείο προβάλλει και το κεφάλαιο «αναδιάρθρωση» του χρέους. Να απαριθμήσεις με ακρίβεια τι ακριβώς γίνεται σε περιπτώσεις αναδιάρθρωσης του χρέους δεν είναι εύκολο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αποτελεί μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού όλων των συντελεστών και όρων που καθορίζονται από τις συμβάσεις χορήγησης δανείων, η οποία ενεργοποιείται όταν μια χώρα αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της. Σύμφωνα με τους ειδικούς, παίζει ρόλο ποιος παίρνει την πρωτοβουλία για την αναδιάρθρωση ενός χρέους. Αλλο είναι το κλίμα όταν αναδιάρθρωση ζητάει ο δανειστής, πιο ...ήπιο όταν την επιζητεί ο δανειζόμενος. Στην ουσία πάντως, η συμφωνημένη με τους πιστωτές αναδιάρθρωση χρέους, θέτει υπό επαναδιαπραγμάτευση όλους τους όρους, όλων των δανείων. Υψος δανείου - χρέους, επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής, εγγυήσεις κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, μια συνολική αναδιάρθρωση του χρέους συνοδεύεται από πλήθος υποχρεώσεων και εγγυήσεων που αναλαμβάνει ο δανειζόμενος, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι ότι ολόκληρη η κοινωνία της χώρας που δανείζεται θα εργάζεται για να πληρώνονται οι πιστωτές.
Οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα οφείλουν να γνωρίζουν ότι κάθε συζήτηση γύρω από το ύψος του χρέους και τον τρόπο εξόφλησής του, είναι επιμέρους σενάριο και παραλλαγή της πολιτικής που θέλει να συνεχίσει ο λαός να πληρώνει κερατιάτικα στους περιβόητους δανειστές, αυτά τα παράσιτα του συστήματος που αποκτούν μπόι και ισχύ μέσα από το καθεστώς της στυγνής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και ολόκληρου του λαού.
Είναι σενάρια, για να συνεχιστεί η λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων, η κλοπή του κοινωνικού πλούτου, η απαξίωση των παραγωγικών εφεδρειών που διαθέτει η χώρα. Σενάρια για να μετριάσουν τη ζημιά των δανειστών, από ενδεχόμενη αδυναμία του Δημοσίου, να συνεχίσει την κανονική αποπληρωμή του χρέους.
Τίποτα δεν έχουν να κερδίσουν οι εργαζόμενοι από οποιοδήποτε σενάριο και αν επιλεγεί, όπως τίποτα δεν κέρδισαν από την πολιτική που εφαρμόζονταν μέχρι σήμερα και που, όπως αποδεικνύεται, ήταν μια πολιτική για την ισχυροποίηση των επιχειρηματικών ομάδων και της πλουτοκρατίας συνολικά, σε βάρος του λαού και του τόπου.
Αλλού βρίσκεται η διέξοδος για τους εργαζόμενους. Στην πάλη και στον αγώνα για την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Στο να βάλουν πλάτη για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων συνολικά. Για να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι όροι, προϋποθέσεις και πολιτικοκοινωνικοί συσχετισμοί, όχι απλά να σβήσουμε με μια μονοκονδυλιά αυτά τα χρέη της ολιγαρχίας που προσπαθούν να μας φορτώσουν, αλλά στηριζόμενοι στον αγώνα του λαού και αξιοποιώντας το πολύπειρο εργατικό δυναμικό, τα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και εφεδρείες της χώρας, να πορευτούμε στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας που στο επίκεντρό της θα έχει τον εργαζόμενο λαό και στόχο της την ικανοποίηση των ολοένα αυξανόμενων αναγκών του.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου