Ο Άρειος Πάγος (με την υπ΄ αριθμ. 7/2011 απόφασή του) ακύρωσε ως καταχρηστικό, όρο που περιλαμβάνεται στα στεγαστικά δάνεια που χορηγούν τμηματικά οι τράπεζες, ανάλογα με την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών.
Ο όρος αυτός αφορά τις περιπτώσεις που έχει εγκριθεί μεν το στεγαστικό δάνειο, ο δανειολήπτης έχει εκταμιεύσει μέρος αυτού, αλλά λόγω μη προόδου των οικοδομικών εργασιών δεν εκταμιεύεται άλλο τμήμα του δανείου. Το δάνειο παραμένει στην τράπεζα και δεν δίνεται στο δανειστή, αλλά παρ' όλα αυτά τοκίζεται για δεύτερη φορά.
Όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, με τον όρο αυτό οι δανειολήπτες υποχρεούνται να καταβάλουν τόκο για υπηρεσία που δεν τους έχει παρασχεθεί, δηλαδή να καταβάλουν τόκους για ποσό των δανείων που δεν έχουν πάρει.
Ο όρος αυτός, όπως αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, ορίζει πλασματική εκταμίευση του δανείου, απλά και μόνο για να ενεργοποιηθούν οι υποχρεώσεις του δανειολήπτη, δηλαδή η καταβολή τόκων, χωρίς μάλιστα να μεριμνά για τον περιορισμό της επιβάρυνσης του δανειολήπτη με το συνυπολογισμό του οφέλους, που θα έχει η Τράπεζα από τη κατοχή του ποσού (τμήματος) του δανείου.
Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος αυτός είναι άκυρος ως καταχρηστικός, καθώς διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (τράπεζας και δανειολήπτη) σε βάρος του καταναλωτή, αφού με βάση τον όρο αυτό υποχρεούνται οι δανειολήπτες να καταβάλλουν τόκο για προϊόν δανείου που δεν έχει παρασχεθεί σε αυτούς.
Επιπρόσθετα, ο όρος αυτός παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας που πρέπει να διέπει τους γενικούς όρους των συναλλαγών.
Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, οι δανειολήπτες υποχρεούνται να καταβάλουν τόκους για προϊόν του δανείου, το οποίο δεν τους έχει καταβληθεί, μεταβάλλοντας έτσι κατά τρόπο ανεπίτρεπτό και αδιαφανή το επιτόκιο του δανείου.
Ως αποτέλεσμα οι δανειολήπτες δεν γνωρίζουν κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή -όπως απαιτεί ο νόμος- το επιτόκιο, με το οποίο τελικά έχουν δανειστεί, δεδομένου ότι στην ουσία τοκίζονται για δεύτερη φορά τα καταβαλλόμενα ποσά του δανείου.
Παράλληλα, ακόμη 7 όροι των τραπεζών έχουν κριθεί αμετάκλητα ως καταχρηστικοί από την Δικαιοσύνη, σε υποθέσεις συλλογικών αγωγών ενώσεων καταναλωτών και η απόφαση του υφυπουργού εκδόθηκε «με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον» , όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου. Ειδικότερα, απαγορεύεται από τις τράπεζες, η χρήση των παρακάτω όρων:
- ο όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από κατάστημα ή ΑΤΜ του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος, καταβάλλονται από τον καταναλωτή προμήθεια η λειτουργικά έξοδα στο πιστωτικό ίδρυμα.
- ο όρος που προβλέπει ότι επιβάλλονται προμήθεια ή έξοδα για την κατάθεση σε λογαριασμό τρίτου, που είναι πελάτης του πιστωτικού ιδρύματος.
- ο όρος με τον οποίο επιβάλλονται προμήθεια ή έξοδα σε κάθε κίνηση λογαριασμού ταμιευτηρίου ή τρεχούμενου αναφορικά με την ανάληψη ή κατάθεση μετρητών ή επιταγής στα ταμεία των τραπεζών, όταν οι κινήσεις υπερβαίνουν το καθορισμένο από την τράπεζα όριο.
- ο όρος που προβλέπει την επιβολή εξόδων αδράνειας σε καταθετικούς λογαριασμούς , που παραμένουν ακίνητοι για το χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που καθορίζει η Τράπεζα.
- ο όρος που προβλέπει ότι οι λογαριασμοί με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο από εκείνο που ορίζει η Τράπεζα βαρύνονται με έξοδα τήρησης και παρακολούθησης των κινήσεων.
- ο όρος που υποχρεώνει τον καταθέτη να ειδοποιήσει αμέσως την Τράπεζα , σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου καταθέσεων, και ορίζει ότι η Τράπεζα δεν ευθύνεται σε περίπτωση που πραγματοποιήσει πληρωμή σε άλλο πρόσωπο, πριν λάβει την προαναφερόμενη ειδοποίηση.
- ο όρος που περιορίζει την ευθύνη των τραπεζών μόνο για δόλο ή για βαριά αμέλεια υπαλλήλου της, σε περίπτωση μη γνήσιας υπογραφής σε δελτία ή εντολές πληρωμής, αποκλείοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την ευθύνη για ελαφρά αμέλεια.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου